κάλλιμος

κάλλιμος
Λεπιδόπτερα της οικογένειας των νυμφαλιδών που περιλαμβάνει διάφορα είδη διαδεδομένα στη νοτιοανατολική Ασία. Στις πεταλούδες αυτές το χρώμα της επάνω επιφάνειας των πτερύγων είναι αρκετά διαφορετικό από το χρώμα της κάτω επιφάνειας. Ενώ προς τα πάνω κυρίως οι μπροστινές πτέρυγες έχουν πολύχρωμες κηλίδες σε ζωηρό φόντο, όλες οι κάτω επιφάνειες είναι καστανομαυριδερές με κιτρινωπή απόχρωση, που μοιάζει με το χρώμα των ξερών βλαστών, και με λεπτές σκούρες γραμμές όπως οι νευρώσεις των φύλλων. Όταν αναπαύονται οι πεταλούδες αυτές σηκώνουν τα φτερά τους και έτσι φαίνεται μόνο η κάτω επιφάνειά τους, της οποίας τα χρώματα και τα σχέδια συγχέονται με τη γύρω βλάστηση. Γι’ αυτό τον λόγο οι κ. θεωρούνται τυπικό παράδειγμα προστατευτικού μιμητισμού στη μορφή (oμομορφία) και στο χρώμα (ομοχρωμία). Οι αποχρώσεις της κάτω επιφάνειας των φτερών των λεπιδοπτέρων του γένους κάλλιμος μοιάζουν πολύ με το χρώμα που έχουν τα ξερά φύλλα.
* * *
κάλλιμος, -ον (Α) [κάλλος]
καλός, ωραίος («κάλλιμα δῶρα», Ομ. Οδ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κάλλιμος — beautiful masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλλιμον — κάλλιμος beautiful masc/fem acc sg κάλλιμος beautiful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλλιμα — κάλλιμος beautiful neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλλιμε — κάλλιμος beautiful masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλλος — (I) ό βλ. κάλος (II). (II) το (AM κάλλος) η ωραιότητα, η καλλονή, η ομορφιά (α. «το ελληνικό κάλλος» β. «αἵ κάλλει ἐνίκων φῡλα γυναικῶν», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. στον πληθ. τα κάλλη τα θέλγητρα, οι χάρες («μπρος στα κάλλη τί ν ο πόνος») αρχ. 1. (για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”